- κώμιον
- κώμιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώμιον — κώμιον, τὸ (Α) [κώμη] μικρή κώμη («κώμιον ὑπὸ ἁλιέων συνοικούμενον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κωμίου — κώμιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek